- ενθριώ
- ἐνθριῶ, -όω (Α)1. περιτυλίγω σε φύλλο συκιάς, περικαλύπτω, περιβάλλω2. συνεκδ. (παβ.) σκεπάζομαι μ' ένα ρούχο («ἀλλ' οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει», Αριστοφ.)3. εξαπατώ, τυλίγω κάποιον στα δίχτια μου («ὁ σός με παῑς ἐντεθρίωκεν», Μέν.)4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντεθρίωκεν, ἀνείληκεν... Δηλοῑ δὲ καὶ τὸ βακχεύειν».[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θρίον «φύλλο συκιάς»].
Dictionary of Greek. 2013.